λυκάβας

λυκάβας
λῠκάβας [κᾰ], αντος, ,
A year, τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ' Ὀδυσσεύς within this very year, Od.14.161, 19.306 (but 'this very month' acc. to D.Chr.7.84; perh. day, if Od.14.161-2 are spurious);

εἶαρ . . ὅλῳ λ. παρείη Bion Fr.15.15

; αὖθι μένων λυκάβαντα for a year, A.R.1.198; but acc.

λυκάβαν IG12(2).129

(Mytilene, late):—the word is freq. in metr. epitaphs, ib.4.622 ([place name] Argos), Epigr.Gr.231 ([place name] Chios), 228 ([place name] Ephesus): hence
II [full] λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, the hours that make up the year, AP5.12 (Phld.). (Arc. word, = ἐνιαυτός, acc. to AB1095.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… …   Dictionary of Greek

  • λυκάβας — λυκάβᾱς , λυκάβας year masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβαντίδας — λυκάβας year fem acc pl λυκαβαντίδες year fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβάντων — λυκάβας year masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντα — λυκάβας year masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντας — λυκάβας year masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντες — λυκάβας year masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντι — λυκάβας year masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντος — λυκάβας year masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντ' — λυκάβαντα , λυκάβας year masc acc sg λυκάβαντι , λυκάβας year masc dat sg λυκάβαντε , λυκάβας year masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβαντίς — λυκαβαντίς, ίδος, ἡ (Α) [λυκάβας] (μόνο στη φρ.) «λυκαβαντίδες ὧραι» οι ώρες που συναποτελούν το έτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”